- τολμήσετε
- τολμάωBodl. Quarterly Recordaor subj act 2nd pl (attic epic ionic)τολμάωBodl. Quarterly Recordfut ind act 2nd pl (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γρύζω — (AM γρύζω) 1. (για χοίρους) γρυλλίζω 2. (για πρόσωπα) μουρμουρίζω αρχ. Ι. 1. λέω «γρυ» 2. υγροποιώ, λειώνω II. (ρημ. επίθ.) γρυκτός, ή, όν φρ. «ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῑν;» άραγε θα τολμήσετε να βγάλετε «γρυ». [ΕΤΥΜΟΛ. < γρυ. Παράλληλη εξέλιξη… … Dictionary of Greek